ραδιοπομπό

ραδιοπομπό
radyo vericisi

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ραδιοβολίδα — η, Ν (μετεωρ.) αυτόματη συσκευή, αποτελούμενη από όργανα μετρήσεων και ραδιοπομπό που φέρεται στην ατμόσφαιρα με αερόστατο, η οποία μεταδίδει σε σταθμό εδάφους τις ενδείξεις θερμοκρασίας, πίεσης και υγρασίας τής ατμόσφαιρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”